Page 19 - 69014-xenos

Basic HTML Version

21
29
30
31
σική απ’ τον κάτω όροφο ακουγόταν σαν να έβγαινε μέσα από
νερό.
Πριν ξαναβγώ έξω, έφτιαξα τα μαλλιά μου κι έδωσα συγ-
χαρητήρια στον εαυτό μου που είχα βάλει ένα φόρεμα που δεν
τσαλακώνεται. Ανανέωσα το κραγιόν μου.
Βγαίνοντας απ’ την πόρτα έπεσα πάνω σ’ έναν πελώριο
άντρα.
Πλάι στην μπάρα, είχαμε σταθεί ο ένας κοντά στον άλλο,
όχι όμως
τόσο
κοντά. Όχι με το πρόσωπό μου να πλησιάζει τον
λαιμό του και τη φυσική μυρωδιά του να με τυλίγει. Δεν ήταν
σαν τη μυρωδιά των αντρών που χόρευαν στην πίστα αρωμα-
τισμένοι. Εκείνος μύριζε απλώς φρεσκάδα, σαν ένας άντρας
που φρόντιζε την καθαριότητα των ρούχων του κι επίσης είχε
μια ιδέα ουίσκι στα χείλη του.
«Γεια σου, Γλύκα.»
«Γεια σου, ξένε.»
«Σε κοίταζα που χόρευες, μικρό, τρελιάρικο κορίτσι.»
«Σε είδα.» Ανάσαινα με δυσκολία. Ένιωθα τα πόδια μου να
τρέμουν, σαν να μην ήξεραν αν έπρεπε να καταρρεύσουν ή να
συνεχίσουν να χοροπηδάνε ρυθμικά στην πίστα. Δάγκωσα το
κάτω χείλι μου, πνίγοντας ένα χαμόγελο. «Πολύ μυστήριος εί-
σαι. Γιατί δεν ήρθες να χορέψεις μαζί μου;»
«Επειδή πιστεύω ότι προτιμάς να σε βλέπουν.»
Ξεροκατάπια κοιτάζοντάς τον έκπληκτη, χωρίς να μπορώ
να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του. Δεν ήμουν σίγουρη τι
χρώμα είχαν τα μάτια του. Στο μπαρ νόμιζα ότι ήταν καστανά.
Σ’ αυτό το σημείο όμως του κλαμπ, πάνω απ’ τα φωτορυθμικά,
ένα πιο ανοιχτόχρωμο βλέμμα έλαμπε μπροστά μου. Πρασινω-
πό, χρυσαφί, υπνωτιστικό. Όχι μόνο ήξερα ότι με κοίταζε –κι
αυτό μου άρεσε– αλλά είχα χορέψει υπό την επήρεια της φα-
ντασίωσης ότι με καταβρόχθιζε.